κρουστάλλιασμα

κρουστάλλιασμα
τό
1) замерзание, застывание, оледенение (воды и т. п.); 2) замерзание, окоченение; обморожение (конечностей)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κρουστάλλιασμα" в других словарях:

  • κρουστάλλιασμα — το [κρουσταλλιάζω] 1. (για υγρό) πάγωμα, πήξη, στερεοποίηση 2. (για μέλη τού σώματος) ψύξη, κοκάλιασμα 3. κρυοπάγημα …   Dictionary of Greek

  • κρουστάλλιασμα — το, ατος πάγωμα, κοκάλιασμα από το κρύο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρυστάλλωση — η η μετατροπή σε κρυστάλλους σώματος που έχει διαλυθεί σε υγρό, πάγωμα, κρουστάλλιασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»